- καλαισθητικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλαισθησία: Αυτό αποτελεί καλαισθητική κρίση.2. αυτός που γίνεται με καλαισθησία: Η διακόσμηση της αίθουσας ήταν καλαισθητική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.