καλαισθητικός

καλαισθητικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλαισθησία: Αυτό αποτελεί καλαισθητική κρίση.
2. αυτός που γίνεται με καλαισθησία: Η διακόσμηση της αίθουσας ήταν καλαισθητική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλαισθητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλαισθησία* («καλαισθητική κρίση») 2. αυτός που γίνεται με καλαισθησία, καλαίσθητος («καλαισθητική διακόσμηση») 3. το θηλ. ως ουσ. η καλαισθητική η φιλοσοφική εποπτεία τού καλού, δηλ. τού ωραίου στην… …   Dictionary of Greek

  • καλαίσθητος — η, ο 1. αυτός που έχει την αίσθηση τού ωραίου, φιλόκαλος, εκλεπτυσμένος, που έχει γούστο («καλαίσθητος άνθρωπος») 2. αυτός που γίνεται με καλαισθησία, καλαισθητικός («καλαίσθητη διακόσμηση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)* + αισθητός (< αισθάνομαι). Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”